ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαλλοβάτης οἱ φαλλοβάται
      γενική τοῦ φαλλοβάτου τῶν φαλλοβατῶν
      δοτική τῷ φαλλοβάτ τοῖς φαλλοβάταις
    αιτιατική τὸν φαλλοβάτην τοὺς φαλλοβάτᾱς
     κλητική ! φαλλοβάτ φαλλοβάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλλοβάτ
γεν-δοτ τοῖν  φαλλοβάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαλλοβάτης (ελληνιστική κοινή) < φαλλός + βαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε φαλλο- + -βάτης.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαλλοβάτης, -ου (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία