φαγάδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faˈɣa.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γά‐δι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαφαγάδικος, -η, -ο
- που τρώει πολύ, ο αχόρταγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαγάδικος
→ δείτε τη λέξη αχόρταγος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φαγάδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας