υἱωνός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | υἱωνός | οἱ | υἱωνοί |
γενική | τοῦ | υἱωνοῦ | τῶν | υἱωνῶν |
δοτική | τῷ | υἱωνῷ | τοῖς | υἱωνοῖς |
αιτιατική | τὸν | υἱωνόν | τοὺς | υἱωνούς |
κλητική ὦ! | υἱωνέ | υἱωνοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱωνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | υἱωνοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υἱωνός, -οῦ αρσενικό (θηλυκό υἱωνή)
- εγγονός
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 515 (514-515)
- «τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω· | υἱός θ᾽ υἱωνός τ᾽ ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσι.»
- «Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χαρά με πλημμυρίζει· | γιος κι εγγονός για την παλληκαριά τους συνερίζονται.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω· | υἱός θ᾽ υἱωνός τ᾽ ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσι.»
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 631 (630-631)
- οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες, | υἱός θ᾽ υἱωνός τε Διὸς νεφεληγερέταο,
- και άμ᾽ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον, | ο έγγονος με τον υιόν του βροντοφόρου Δία,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες, | υἱός θ᾽ υἱωνός τε Διὸς νεφεληγερέταο,
- ≈ συνώνυμα: υἱδεύς, ὑϊδοῦς, ἔγγονος, ἔκγονος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 515 (514-515)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- υἱωνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- υἱωνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.