Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική υἱωνός οἱ υἱωνοί
      γενική τοῦ υἱωνοῦ τῶν υἱωνῶν
      δοτική τῷ υἱων τοῖς υἱωνοῖς
    αιτιατική τὸν υἱωνόν τοὺς υἱωνούς
     κλητική ! υἱωνέ υἱωνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  υἱωνώ
γεν-δοτ τοῖν  υἱωνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υἱωνός < υἱ(ός) + -ωνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υἱωνός, -οῦ αρσενικό (θηλυκό υἱωνή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία