Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόπυκνος η υπόπυκνη το υπόπυκνο
      γενική του υπόπυκνου της υπόπυκνης του υπόπυκνου
    αιτιατική τον υπόπυκνο την υπόπυκνη το υπόπυκνο
     κλητική υπόπυκνε υπόπυκνη υπόπυκνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόπυκνοι οι υπόπυκνες τα υπόπυκνα
      γενική των υπόπυκνων των υπόπυκνων των υπόπυκνων
    αιτιατική τους υπόπυκνους τις υπόπυκνες τα υπόπυκνα
     κλητική υπόπυκνοι υπόπυκνες υπόπυκνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόπυκνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υπόπυκνος, -η, -ο

  • αραιός σε σχέση με κάτι άλλο ή μέσο όρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία