Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχοντριακός η υποχοντριακή το υποχοντριακό
      γενική του υποχοντριακού της υποχοντριακής του υποχοντριακού
    αιτιατική τον υποχοντριακό την υποχοντριακή το υποχοντριακό
     κλητική υποχοντριακέ υποχοντριακή υποχοντριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχοντριακοί οι υποχοντριακές τα υποχοντριακά
      γενική των υποχοντριακών των υποχοντριακών των υποχοντριακών
    αιτιατική τους υποχοντριακούς τις υποχοντριακές τα υποχοντριακά
     κλητική υποχοντριακοί υποχοντριακές υποχοντριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποχοντριακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υποχοντριακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία