υπουλότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπουλότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπουλότης, από την αιτιατική ὑπουλότητα < ὕπουλος.[1] [2] Μορφολογικά αναλύεται σε ύπουλ(ος) + -ότητα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.puˈlo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐που‐λό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπουλότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπουλότητα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ελληνικό λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, 1993
- ↑ «ύπουλος (& υπουλότητα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)