υποστυλωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποστυλωτικός < υποστυλώνω + -τικός < (ελληνιστική κοινή) ὑποστυλόομαι < ὑπόστυλος < αρχαία ελληνική στῦλος
Επίθετο επεξεργασία
υποστυλωτικός, -η, -ό
- που έχει σχέση με την υποστύλωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υποστυλώνω και στύλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποστυλωτικός
|