Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπολυβόλο τα υποπολυβόλα
      γενική του υποπολυβόλου των υποπολυβόλων
    αιτιατική το υποπολυβόλο τα υποπολυβόλα
     κλητική υποπολυβόλο υποπολυβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποπολυβόλο < υπο- + πολυβόλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.po.liˈvo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐πο‐λυ‐βό‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποπολυβόλο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr