υποδικία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδικία < υπόδικος + -ία < αρχαία ελληνική ὑπόδικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.ðiˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δι‐κί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) η κατάσταση κατά την οποία κάποιο πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκκρεμεί κατηγορία, καθίσταται υπόδικος καθώς και το χρονικό διάστημα που κάποιος βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποδικία
|