↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδικία οι υποδικίες
      γενική της υποδικίας των υποδικιών
    αιτιατική την υποδικία τις υποδικίες
     κλητική υποδικία υποδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδικία < υπόδικος + -ία < αρχαία ελληνική ὑπόδικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.ðiˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δι‐κί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποδικία θηλυκό

  • (νομικός όρος) η κατάσταση κατά την οποία κάποιο πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκκρεμεί κατηγορία, καθίσταται υπόδικος καθώς και το χρονικό διάστημα που κάποιος βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση
    ※  Ο ισχυρός άνδρας του Ολυμπιακού Βόλου, αν και σε καθεστώς υποδικίας, έδωσε από χθες επίσημο χαρακτήρα στην προεκλογική εκστρατεία του. (tanea.gr)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία