↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερσυμμετρικός η υπερσυμμετρική το υπερσυμμετρικό
      γενική του υπερσυμμετρικού της υπερσυμμετρικής του υπερσυμμετρικού
    αιτιατική τον υπερσυμμετρικό την υπερσυμμετρική το υπερσυμμετρικό
     κλητική υπερσυμμετρικέ υπερσυμμετρική υπερσυμμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερσυμμετρικοί οι υπερσυμμετρικές τα υπερσυμμετρικά
      γενική των υπερσυμμετρικών των υπερσυμμετρικών των υπερσυμμετρικών
    αιτιατική τους υπερσυμμετρικούς τις υπερσυμμετρικές τα υπερσυμμετρικά
     κλητική υπερσυμμετρικοί υπερσυμμετρικές υπερσυμμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
υπερσυμμετρικός < υπερσυμμετρία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερσυμμετρικός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο