υπερκυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερκυβέρνηση | οι | υπερκυβερνήσεις |
γενική | της | υπερκυβέρνησης | των | υπερκυβερνήσεων |
αιτιατική | την | υπερκυβέρνηση | τις | υπερκυβερνήσεις |
κλητική | υπερκυβέρνηση | υπερκυβερνήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.ciˈveɾ.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κυ‐βέρ‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερκυβέρνηση θηλυκό
- (νεολογισμός) ομάδα ατόμων που λειτουργεί ως ανώτατο επίπεδο διακυβέρνησης
- ※ Οι Άγγλοι προτιμούν την Ευρώπη των ελευθέρων, ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, με συντονισμό των διακυβερνητικών και υπερεθνικών εξουσιών, οι Γερμανοί σχολιάζουν ειρωνικά τη γαλλική θέση για μια Ευρώπη των εθνικών κρατών με κεντρικό μόνο το υπουργείο Οικονομικών εξαιτίας της νομισματικής ένωσης, ενώ οι Γάλλοι φοβούνται τη γερμανική τοποθέτηση για ενιαίο ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος με κεντρική υπερκυβέρνηση, η οποία θα έχει και το επάνω χέρι. (Μανώλης Δ. Σεργάκης, Σύσταση ενιαίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, Η Καθημερινή, 6 Ιουλίου 2001)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκυβέρνηση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr