υπερκατάστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.kaˈta.sti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κα‐τά‐στη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερκατάστημα θηλυκό
- (νεολογισμός) μεγάλο κατάστημα, συνήθως υποκατάστημα αλυσίδας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερκατάστημα
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr