Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερδιπλασιασμός οι υπερδιπλασιασμοί
      γενική του υπερδιπλασιασμού των υπερδιπλασιασμών
    αιτιατική τον υπερδιπλασιασμό τους υπερδιπλασιασμούς
     κλητική υπερδιπλασιασμέ υπερδιπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερδιπλασιασμός < υπερ- + διπλασιασμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.ði.pla.si.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δι‐πλα‐σι‐α‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερδιπλασιασμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία