Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερδιπλασιάζω < υπερ- + διπλασιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.ði.pla.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δι‐πλα‐σι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερδιπλασιάζω , πρτ.: υπερδιπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα υπερδιπλασιάσω, αόρ.: υπερδιπλασίασα, παθ.φωνή: υπερδιπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: υπερδιπλασιασμένος

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία