Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραπλουστευτικός η υπεραπλουστευτική το υπεραπλουστευτικό
      γενική του υπεραπλουστευτικού της υπεραπλουστευτικής του υπεραπλουστευτικού
    αιτιατική τον υπεραπλουστευτικό την υπεραπλουστευτική το υπεραπλουστευτικό
     κλητική υπεραπλουστευτικέ υπεραπλουστευτική υπεραπλουστευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραπλουστευτικοί οι υπεραπλουστευτικές τα υπεραπλουστευτικά
      γενική των υπεραπλουστευτικών των υπεραπλουστευτικών των υπεραπλουστευτικών
    αιτιατική τους υπεραπλουστευτικούς τις υπεραπλουστευτικές τα υπεραπλουστευτικά
     κλητική υπεραπλουστευτικοί υπεραπλουστευτικές υπεραπλουστευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραπλουστευτικός < υπεραπλουστεύω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

υπεραπλουστευτικός, -ή, -ό

  • ο υπερβολικά απλουστευτικός
    Για το αυτομαστίγωμά μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έπειτα από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, επιχειρώντας να αντιγυρίσω τον σκανδαλισμένο υπεραπλουστευτικό λόγο με τον οποίο περιγράφουμε την καθυστέρησή μας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία