υπερακουσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερακουσία θηλυκό
- (ιατρική) υπερευαισθησία σε ήχους που για τους περισσότερους ανθρώπους θεωρούνται φυσιολογικοί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερακουσία
|