Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερήλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερήλικ
ος
η
υπερήλικ
η
το
υπερήλικ
ο
γενική
του
υπερήλικ
ου
της
υπερήλικ
ης
του
υπερήλικ
ου
αιτιατική
τον
υπερήλικ
ο
την
υπερήλικ
η
το
υπερήλικ
ο
κλητική
υπερήλικ
ε
υπερήλικ
η
υπερήλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερήλικ
οι
οι
υπερήλικ
ες
τα
υπερήλικ
α
γενική
των
υπερήλικ
ων
των
υπερήλικ
ων
των
υπερήλικ
ων
αιτιατική
τους
υπερήλικ
ους
τις
υπερήλικ
ες
τα
υπερήλικ
α
κλητική
υπερήλικ
οι
υπερήλικ
ες
υπερήλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερήλικος
<
υπέρ
+
ηλικία
Επίθετο
επεξεργασία
υπερήλικος
που έχει φτάσει με πολύ μεγάλη
ηλικία
.
Συγγενικά
επεξεργασία
υπερήλικας
(
ουσιαστικό
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερήλικος