υπερέλικα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερέλικα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική hyperhelix < hyper- (αρχαία ελληνική ὑπέρ, υπερ-) + λατινικά helix < αρχαία ελληνική ἕλιξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερέλικα θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπερέλικα