• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

υπερέλικα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερέλικα οι υπερέλικες
      γενική της υπερέλικας των υπερελίκων
    αιτιατική την υπερέλικα τις υπερέλικες
     κλητική υπερέλικα υπερέλικες
όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υπερέλικα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική hyperhelix < hyper- (αρχαία ελληνική ὑπέρ, υπερ-) + λατινικά helix < αρχαία ελληνική ἕλιξ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

υπερέλικα θηλυκό

  • (βιολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    υπερέλικα
  • αγγλικά : hyperhelix (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υπερέλικα&oldid=4850318"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, στις 20:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, στις 20:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie