υπεράντληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεράντληση | οι | υπεραντλήσεις |
γενική | της | υπεράντλησης | των | υπεραντλήσεων |
αιτιατική | την | υπεράντληση | τις | υπεραντλήσεις |
κλητική | υπεράντληση | υπεραντλήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peˈɾan.dli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ράν‐τλη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεράντληση θηλυκό
- (νεολογισμός) η υπερβολική άντληση πόρων από μία πηγή
- ※ Η υπεράντληση υδάτων αιτία φονικού σεισμού (Βαγγέλης Πρατικάκης, *, Το Βήμα, 22 Οκτωβρίου 2012)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεράντληση
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr