υμενοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υμενοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hymenoplasty < αρχαία ελληνική ὑμήν + πλαστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυμενοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) η συρραφή / αποκατάσταση με χειρουργική επέμβαση του παρθενικού υμένα που έχει καταστραφεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υμενοπλαστική