Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλοζωικός η υλοζωική το υλοζωικό
      γενική του υλοζωικού της υλοζωικής του υλοζωικού
    αιτιατική τον υλοζωικό την υλοζωική το υλοζωικό
     κλητική υλοζωικέ υλοζωική υλοζωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλοζωικοί οι υλοζωικές τα υλοζωικά
      γενική των υλοζωικών των υλοζωικών των υλοζωικών
    αιτιατική τους υλοζωικούς τις υλοζωικές τα υλοζωικά
     κλητική υλοζωικοί υλοζωικές υλοζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλοζωικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υλοζωικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία