υελώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υελώδης | η | υελώδης | το | υελώδες |
γενική | του | υελώδους | της | υελώδους | του | υελώδους |
αιτιατική | τον | υελώδη | την | υελώδη | το | υελώδες |
κλητική | υελώδη(ς) | υελώδης | υελώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υελώδεις | οι | υελώδεις | τα | υελώδη |
γενική | των | υελωδών | των | υελωδών | των | υελωδών |
αιτιατική | τους | υελώδεις | τις | υελώδεις | τα | υελώδη |
κλητική | υελώδεις | υελώδεις | υελώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαυελώδης -ης -ες
- άλλη μορφή του υαλώδης