υδρότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υδρότοπος | οι | υδρότοποι |
γενική | του | υδρότοπου & υδροτόπου |
των | υδρότοπων & υδροτόπων |
αιτιατική | τον | υδρότοπο | τους | υδρότοπους & υδροτόπους |
κλητική | υδρότοπε | υδρότοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδρότοπος αρσενικό
- περιοχή που έχει υδάτινες επιφάνειες, συνήθως με εναλλαγές νησίδων και νερού
- ※ Εντυπωσιακές είναι οι εικόνες των άγριων αλόγων που ζουν στον υδρότοπο της ευρύτερης περιοχής του Λούρου Αιτωλοακαρνανίας (από το ρεπορτάζ «Σπάνια άγρια άλογα στον υδρότοπο του Λούρου - Εντυπωσιακές εικόνες», ethnos.gr (18 Μαρτίου 2019)· πρόσβαση 2019-09-2.
- ※ […] στους υδρότοπους της Ροδιάς γνωριστήκαμε με τους φτερωτούς κατοίκους του βάλτου (Στέφανος Λιβέρης «Το φθινόπωρο και εμείς», περ. Φυσιολατρικός Όμιλος Νέας Ιωνίας (Σεπτέμβριος 2010), σ. 3 ).
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδρότοπος
|