Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδρότοπος οι υδρότοποι
      γενική του υδρότοπου
υδροτόπου
των υδρότοπων
υδροτόπων
    αιτιατική τον υδρότοπο τους υδρότοπους
υδροτόπους
     κλητική υδρότοπε υδρότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρότοπος < υδρό- + -τοπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδρότοπος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία