υδρωπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρωπικός < αρχαία ελληνική ὑδρωπικός < ὕδρωψ < ὕδωρ
Επίθετο επεξεργασία
υδρωπικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την υδρωπικία ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υδρωπικία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρωπικός
|