υδρολυσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρολυσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydrolyse < αρχαία ελληνική ὕδωρ + λύσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρολυσία θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του υδρόλυση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρολυσία
|