↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροκριτικός η υδροκριτική το υδροκριτικό
      γενική του υδροκριτικού της υδροκριτικής του υδροκριτικού
    αιτιατική τον υδροκριτικό την υδροκριτική το υδροκριτικό
     κλητική υδροκριτικέ υδροκριτική υδροκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροκριτικοί οι υδροκριτικές τα υδροκριτικά
      γενική των υδροκριτικών των υδροκριτικών των υδροκριτικών
    αιτιατική τους υδροκριτικούς τις υδροκριτικές τα υδροκριτικά
     κλητική υδροκριτικοί υδροκριτικές υδροκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροκριτικός < υδροκρίτης + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

υδροκριτικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στον υδροκρίτη
    υδροκριτική γραμμή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία