υαλοβερνίκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υαλοβερνίκωμα ουδέτερο
- υαλώδης ουσία που χρησιμοποιείται για αδιαβροχοποίηση (αντικειμένων από τερακότα κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υαλοβερνίκωμα
|
Πηγές επεξεργασία
- υαλοβερνίκωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υαλοβερνίκωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)