τερακότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τερακότα | οι | τερακότες |
γενική | της | τερακότας | — | |
αιτιατική | την | τερακότα | τις | τερακότες |
κλητική | τερακότα | τερακότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τερακότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική terracotta < λατινική terra cotta (ψημένη γη, ψημένος πηλός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.ɾaˈko.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερακότα θηλυκό
- είδος κατεργασμένου πηλού
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερακότα
|