τυφοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυφοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυφοειδής | η | τυφοειδής | το | τυφοειδές |
γενική | του | τυφοειδούς* | της | τυφοειδούς | του | τυφοειδούς |
αιτιατική | τον | τυφοειδή | την | τυφοειδή | το | τυφοειδές |
κλητική | τυφοειδή(ς) | τυφοειδής | τυφοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυφοειδείς | οι | τυφοειδείς | τα | τυφοειδή |
γενική | των | τυφοειδών | των | τυφοειδών | των | τυφοειδών |
αιτιατική | τους | τυφοειδείς | τις | τυφοειδείς | τα | τυφοειδή |
κλητική | τυφοειδείς | τυφοειδείς | τυφοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
τυφοειδής, -ής, -ές