Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυνησιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τυνησιακ
ός
η
τυνησιακ
ή
το
τυνησιακ
ό
γενική
του
τυνησιακ
ού
της
τυνησιακ
ής
του
τυνησιακ
ού
αιτιατική
τον
τυνησιακ
ό
την
τυνησιακ
ή
το
τυνησιακ
ό
κλητική
τυνησιακ
έ
τυνησιακ
ή
τυνησιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τυνησιακ
οί
οι
τυνησιακ
ές
τα
τυνησιακ
ά
γενική
των
τυνησιακ
ών
των
τυνησιακ
ών
των
τυνησιακ
ών
αιτιατική
τους
τυνησιακ
ούς
τις
τυνησιακ
ές
τα
τυνησιακ
ά
κλητική
τυνησιακ
οί
τυνησιακ
ές
τυνησιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυνησιακός
<
Τυνησία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τυνησιακός
ο σχετικός με την Τυνησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυνησιακός