τσουγκρανιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουγκρανιά | οι | τσουγκρανιές |
γενική | της | τσουγκρανιάς | των | τσουγκρανιών |
αιτιατική | την | τσουγκρανιά | τις | τσουγκρανιές |
κλητική | τσουγκρανιά | τσουγκρανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσουγκρανιά < τσουγκράνα + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσουγκρανιά θηλυκό
- ένα τράβηγμα ή χτύπημα με μια τσουγκράνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσουγκρανιά
|