τσιρίμπασης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιρίμπασης αρσενικό
- (αργκό) (παρωχημένο) ο άτυπος αρχηγός ή επικεφαλής σε χώρο παράνομων δραστηριοτήτων (π.χ. φυλακή, χαρτοπαιχτική λέσχη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιρίμπασης
|