Δείτε επίσης: Τσιμπουκλής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιμπουκλής οι τσιμπουκλήδες
      γενική του τσιμπουκλή των τσιμπουκλήδων
    αιτιατική τον τσιμπουκλή τους τσιμπουκλήδες
     κλητική τσιμπουκλή τσιμπουκλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπουκλής < τσιμπούκ(ι) + -λής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuk. Δείτε και (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuklu

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.buˈklis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμπουκλής αρσενικό (θηλυκό τσιμπουκλού)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία