τσιμπουκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμπουκλής < τσιμπούκ(ι) + -λής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuk. Δείτε και (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuklu
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.buˈklis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμπουκλής αρσενικό (θηλυκό τσιμπουκλού)
- (παρωχημένο) αυτός που καπνίζει τσιμπούκι
Συγγενικά
επεξεργασία- Τσιμπουκλής (επώνυμο)
- → και δείτε τη λέξη τσιμπούκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμπουκλής
|