(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμπουκλού οι τσιμπουκλούδες
      γενική της τσιμπουκλούς των τσιμπουκλούδων
    αιτιατική την τσιμπουκλού τις τσιμπουκλούδες
     κλητική τσιμπουκλού τσιμπουκλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπουκλού < τσιμπουκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (που καπνίζει τσιμπούκι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμπουκλού θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία