τσιμπουκλού
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμπουκλού < τσιμπουκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (που καπνίζει τσιμπούκι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμπουκλού θηλυκό
- (μεταφορικά, αργκό): γυναίκα που επιδίδεται σε στοματικό σεξ (σε άνδρες)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσιμπούκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμπουκλού