↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγγαναριό τα τσιγγαναριά
      γενική του τσιγγαναριού των τσιγγαναριών
    αιτιατική το τσιγγαναριό τα τσιγγαναριά
     κλητική τσιγγαναριό τσιγγαναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγγαναριό < τσιγγάν(ος) + -αριό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡa.naɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσιγ‐γα‐να‐ριό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιγγαναριό ουδέτερο

  1. (μειωτικό) σύνολο τσιγγάνων
  2. (μεταφορικά, μειωτικό, οικείο) για αυτόν που αλλάζει συνεχώς τόπο κατοικίας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία