τσιγγαναριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιγγαναριό < τσιγγάν(ος) + -αριό
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡa.naɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσιγ‐γα‐να‐ριό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιγγαναριό ουδέτερο
- (μειωτικό) σύνολο τσιγγάνων
- (μεταφορικά, μειωτικό, οικείο) για αυτόν που αλλάζει συνεχώς τόπο κατοικίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσιγγάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιγγαναριό
|