Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσελιγκόπουλο τα τσελιγκόπουλα
      γενική του τσελιγκόπουλου των τσελιγκόπουλων
    αιτιατική το τσελιγκόπουλο τα τσελιγκόπουλα
     κλητική τσελιγκόπουλο τσελιγκόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσελιγκόπουλο < τσέλιγκ(ας) + -όπουλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡se.liŋˈɡo.pu.lo/ & /t͡se.liˈɡo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσε‐λι‐γκό‐που‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσελιγκόπουλο ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) νεαρός τσέλιγκας (θηλυκό τσελιγκοπούλα)
  2. γιος τσέλιγκα (θηλυκό τσελιγκοπούλα για την κόρη)
  3. (στον πληθυντικό) γιοι και κόρες του τσέλιγκα, τα παιδιά του τσέλιγκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσέλιγκας