τσελιγκόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσελιγκόπουλο < τσέλιγκ(ας) + -όπουλο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡se.liŋˈɡo.pu.lo/ & /t͡se.liˈɡo.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐λι‐γκό‐που‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσελιγκόπουλο ουδέτερο
- (υποκοριστικό) νεαρός τσέλιγκας (θηλυκό τσελιγκοπούλα)
- γιος τσέλιγκα (θηλυκό τσελιγκοπούλα για την κόρη)
- (στον πληθυντικό) γιοι και κόρες του τσέλιγκα, τα παιδιά του τσέλιγκα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσέλιγκας
τσελιγκόπουλο
|