↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσελιγκάτο τα τσελιγκάτα
      γενική του τσελιγκάτου των τσελιγκάτων
    αιτιατική το τσελιγκάτο τα τσελιγκάτα
     κλητική τσελιγκάτο τσελιγκάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσελιγκάτο < τσέλιγκ(ας) + -άτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσελιγκάτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία