τσελιγκάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσελιγκάτο < τσέλιγκ(ας) + -άτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσελιγκάτο ουδέτερο
- παλαιάς μορφής κοινωνικοοικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενος τσέλιγκα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσελιγκάτο
|