Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσελιγκάτο τα τσελιγκάτα
      γενική του τσελιγκάτου των τσελιγκάτων
    αιτιατική το τσελιγκάτο τα τσελιγκάτα
     κλητική τσελιγκάτο τσελιγκάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσελιγκάτο < τσέλιγκ(ας) + -άτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσελιγκάτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία