Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαγκός η τσαγκή το τσαγκό
      γενική του τσαγκού της τσαγκής του τσαγκού
    αιτιατική τον τσαγκό την τσαγκή το τσαγκό
     κλητική τσαγκέ τσαγκή τσαγκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαγκοί οι τσαγκές τα τσαγκά
      γενική των τσαγκών των τσαγκών των τσαγκών
    αιτιατική τους τσαγκούς τις τσαγκές τα τσαγκά
     κλητική τσαγκοί τσαγκές τσαγκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαγκός < ελληνιστική ταγγός

  Επίθετο επεξεργασία

τσαγκός

  1. ταγκός
  2. δύστροπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία