τσαγκρουνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαγκρουνιά | οι | τσαγκρουνιές |
γενική | της | τσαγκρουνιάς | των | τσαγκρουνιών |
αιτιατική | την | τσαγκρουνιά | τις | τσαγκρουνιές |
κλητική | τσαγκρουνιά | τσαγκρουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαγκρουνιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαγκρουνιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαγκρουνιά
|