τσαγανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσαγανός | οι | τσαγανοί |
γενική | του | τσαγανού | των | τσαγανών |
αιτιατική | τον | τσαγανό | τους | τσαγανούς |
κλητική | τσαγανέ | τσαγανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαγανός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sa.ɣaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐γα‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαγανός
- (παρωχημένο, ζωολογία) ο κάβουρας
- παράγωγα: το τσαγανό
- εσοχή ραπτομηχανής όπου βάζουμε τη σαΐτα με το μασουράκι [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάβουρας
μέρος ραπτομηχανής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)