τσάσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσάσκα | οι | τσάσκες |
γενική | της | τσάσκας | των | τσασκών |
αιτιατική | την | τσάσκα | τις | τσάσκες |
κλητική | τσάσκα | τσάσκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσάσκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική чашка < σλαβικής προέλευσης чаша < πρωτοσλαβική *čaša (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσάσκα θηλυκό