τρυπτοφάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρυπτοφάνη < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryptic (σχετικός με την trypsin/τρυψίνη) + αγγλική -phane (< φαίνομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυπτοφάνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ που έχει για πλευρική ομάδα ινδολικό δακτύλιο. Έχει τύπο C11H12N2O2 και σύμβολο Trp ή W.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυπτοφάνη