Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυπτοφάνη οι τρυπτοφάνες
      γενική της τρυπτοφάνης των τρυπτοφανών
    αιτιατική την τρυπτοφάνη τις τρυπτοφάνες
     κλητική τρυπτοφάνη τρυπτοφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυπτοφάνη < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryptic (σχετικός με την trypsin/τρυψίνη) + αγγλική -phane (< φαίνομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος τρυπτοφάνης.

τρυπτοφάνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία