Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τροχιογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τροχιογράφ
ος
οι
τροχιογράφ
οι
γενική
του
τροχιογράφ
ου
των
τροχιογράφ
ων
αιτιατική
τον
τροχιογράφ
ο
τους
τροχιογράφ
ους
κλητική
τροχιογράφ
ε
τροχιογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τροχιογράφος
<
τροχι(ά)
+
-ο-
+
-γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τροχιογράφος
αρσενικό
όργανο
που
καταγράφει
την
τροχιά
(μιας
τορπίλης
κ.λπ.
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τροχιογράφος