↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιογράφος οι τροχιογράφοι
      γενική του τροχιογράφου των τροχιογράφων
    αιτιατική τον τροχιογράφο τους τροχιογράφους
     κλητική τροχιογράφε τροχιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχιογράφος < τροχι(ά) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχιογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία