Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρουλλωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρουλλωτ
ός
η
τρουλλωτ
ή
το
τρουλλωτ
ό
γενική
του
τρουλλωτ
ού
της
τρουλλωτ
ής
του
τρουλλωτ
ού
αιτιατική
τον
τρουλλωτ
ό
την
τρουλλωτ
ή
το
τρουλλωτ
ό
κλητική
τρουλλωτ
έ
τρουλλωτ
ή
τρουλλωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρουλλωτ
οί
οι
τρουλλωτ
ές
τα
τρουλλωτ
ά
γενική
των
τρουλλωτ
ών
των
τρουλλωτ
ών
των
τρουλλωτ
ών
αιτιατική
τους
τρουλλωτ
ούς
τις
τρουλλωτ
ές
τα
τρουλλωτ
ά
κλητική
τρουλλωτ
οί
τρουλλωτ
ές
τρουλλωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
τρουλλωτός
παρωχημένη γραφή του
τρουλωτός
κατά το μεσαιωνικό
τροῦλλος