τροπόπαυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροπόπαυση | ||
γενική | της | τροπόπαυσης* | ||
αιτιατική | την | τροπόπαυση | ||
κλητική | τροπόπαυση | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τροποπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπόπαυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tropopause[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾoˈpo.paf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐πό‐παυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροπόπαυση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (φυσική) ζώνη της ατμόσφαιρας μεταξύ τροπόσφαιρας και στρατόσφαιρας
- ※ Επειδή ήταν μια ασυνήθιστα κρύα μέρα, η τροπόπαυση, η περιοχή ασυνέχειας μεταξύ ατμόσφαιρας και τροπόσφαιρας, είχε μετατοπιστεί τόσο χαμηλά, ώστε το McDonnell Douglas MD81 τη διέσχιζε ήδη ενώ πετούσε πάνω από το κέντρο του Όσλο. (Γιου Νέσμπε (μτφ. Γωγώ Αρβανίτη), Ο λυτρωτής, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2012), σελ. 130)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τροπόπαυση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)