Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπόσφαιρα οι τροπόσφαιρες
      γενική της τροπόσφαιρας των τροποσφαιρών
    αιτιατική την τροπόσφαιρα τις τροπόσφαιρες
     κλητική τροπόσφαιρα τροπόσφαιρες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροπόσφαιρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροπόσφαιρα θηλυκό

  • η πρώτη ζώνη της ατμόσφαιρας που εκτείνεται μέχρι το ύψος περίπου των 10 χλμ από την επιφάνεια της γης· μέσα σε αυτήν συμβαίνουν όλα τα καιρικά φαινόμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία