τροπείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τροπείο | τα | τροπεία |
γενική | του | τροπείου | των | τροπείων |
αιτιατική | το | τροπείο | τα | τροπεία |
κλητική | τροπείο | τροπεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπείο < ελληνιστική κοινή τροπήϊον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροπείο ουδέτερο
- είδος μύλου για το άλεσμα ή την σύνθλιψη των ελιών
- ※ Στη δεξιά πλευρά του σπιτιού βρέθηκε ολόκληρη η εγκατάσταση του λιοτριβιού. Σώζεται μάλιστα στη θέση του το τροπείο όπου αλεθόταν ο καρπός ενώ στην αυλή βρέθηκαν δύο λίθινες μυλόπετρες. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροπείο
|