↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριώνυμος η τριώνυμη το τριώνυμο
      γενική του τριώνυμου της τριώνυμης του τριώνυμου
    αιτιατική τον τριώνυμο την τριώνυμη το τριώνυμο
     κλητική τριώνυμε τριώνυμη τριώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριώνυμοι οι τριώνυμες τα τριώνυμα
      γενική των τριώνυμων των τριώνυμων των τριώνυμων
    αιτιατική τους τριώνυμους τις τριώνυμες τα τριώνυμα
     κλητική τριώνυμοι τριώνυμες τριώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριώνυμος < ελληνιστική κοινή τριώνυμος[1] < αρχαία ελληνική τρία + ὄνομα

  Επίθετο

επεξεργασία

τριώνυμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τριώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • τριώνυμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)