Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριτοετής η τριτοετής το τριτοετές
      γενική του τριτοετούς* της τριτοετούς του τριτοετούς
    αιτιατική τον τριτοετή την τριτοετή το τριτοετές
     κλητική τριτοετή(ς) τριτοετής τριτοετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριτοετείς οι τριτοετείς τα τριτοετή
      γενική των τριτοετών των τριτοετών των τριτοετών
    αιτιατική τους τριτοετείς τις τριτοετείς τα τριτοετή
     κλητική τριτοετείς τριτοετείς τριτοετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριτοετής < τριτο- + -ετής

  Επίθετο επεξεργασία

τριτοετής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία