τριγωνομέτρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατριγωνομέτρης αρσενικό
- τοπογράφος ή γεωδαίτης που εφαρμόζει τριγωνισμούς
- όργανο για την εφαρμογή τριγωνισμών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριγωνομέτρης
|